- κατασωτεύω
- κατασώτεψα, κατασωτεύτηκα, κατασωτεμένος, σπαταλώ την περιουσία μου σε ασωτείες, κατασπαταλώ: Είναι ανόητος όποιος κατασωτεύει ό,τι του άφησε ο πατέρας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.