κατασωτεύω

κατασωτεύω
κατασώτεψα, κατασωτεύτηκα, κατασωτεμένος, σπαταλώ την περιουσία μου σε ασωτείες, κατασπαταλώ: Είναι ανόητος όποιος κατασωτεύει ό,τι του άφησε ο πατέρας του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασωτεύω — σπαταλώ περιουσία ή σωματικές και πνευματικές δυνάμεις σε ασωτείες, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσωτεύω «σπαταλώ ασώτως»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”